παντόμορφος

παντόμορφος
-ον, Α
1. πάμμορφος*
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ παντόμορφος
α) το Σύμπαν
β) γλυπτή μορφή ως ακροστόλιο πλοίου, πιθ. ο Πρωτεύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)-* + -μορφος (< μορφή), πρβλ. πολύ-μορφος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παντόμορφος — the Universe masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παντόμορφον — παντόμορφος the Universe masc/fem acc sg παντόμορφος the Universe neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παντομόρφοις — παντόμορφος the Universe masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παντομόρφου — παντόμορφος the Universe masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παντομόρφῳ — παντόμορφος the Universe masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παντ(ο)- — και πανθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο θ. τής γεν. τού επιθ. πᾱς, παντός (και με τη μορφή πανθ αφομοιωτικά όταν το αρκτικό φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται) και έχει τη σημ. τού εξ ολοκλήρου, τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”